- Κλεοφῶντος
- Κλεοφῶνmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κλεοφώντος, ζωγράφος του- — (5ος αι. π.Χ.). Συμβατικό όνομα ενός αγγειογράφου, ο οποίος εργάστηκε περίπου από το 435 έως το 420 π.Χ. Η τέχνη του είναι επηρεασμένη από τη ζωγραφική του Πολυγνώτου. Το προσεγμένο σχέδιο, οι ρευστές γραμμές στην απόδοση των ενδυμάτων και η… … Dictionary of Greek
πολιτεία — η, ΝΜΑ, ιων. τ. πολητηΐη, Α [πολιτεύομαι] 1. (στην αρχαιότητα) α) η μορφή τής κρατικής οργάνωσης που υιοθετούν οι πολίτες μιας χώρας, ο τύπος τού πολιτεύματος (α. «ὁμολογοῦνται τρεῑς εἶναι πολιτεῑαι, τυραννίς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία», Αισχίν … Dictionary of Greek